- Κατηγορία: Ειδικά Θέματα
- Γράφτηκε από τον/την Δημήτρης Ταταρούνης
- Εκτύπωση
Γιατί την Κυριακή: Η ανορθόδοξη εκτέλεση Μπελογιάννη, Μπάτση, Καλούμενου και Αργυριάδη
Έχουν καταδικαστεί και οι τέσσερις σε θάνατο ως «κατάσκοποι» μετά την ανακάλυψη ασυρμάτων στα σπίτια του Καλούμενου και του Αργυριάδη.
Την Κυριακή δεν εκτελούσαν ούτε οι Ναζί, ούτε συνηθίζονταν εκτελέσεις υπό το φως των προβολέων, όπως έγινε με τους τέσσερις.
Γιατί λοιπόν επιλέχθηκε αυτή η ημέρα και αυτή η ώρα για να τουφεκιστούν οι συγκεκριμένοι καταδικασθέντες;
Ένας βάσιμος λόγος είναι πως ο κόσμος δεν έπρεπε να γνωρίζει την ημέρα, τον τόπο και την ακριβή ώρα, ώστε να αποφευχθούν οι διαδηλώσεις.
Κι αυτό γιατί είχε προηγηθεί μεγάλη εσωτερική αντίδραση αλλά και τεράστια διεθνής κινητοποίηση εναντίον των εκτελέσεων.
Ακόμη και ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων είχε χαρακτηρίσει τον Μπελογιάννη που πεθαίνει για τις ιδέες του χωρίς να πιστεύει στη μετά θάνατο ζωή, «ανώτερο» σε πίστη κι από τους πρώτους χριστιανούς.
Παράλληλα εκατοντάδες Άγγλοι και Ιταλοί βουλευτές και γερουσιαστές, ο Τσόρτσιλ, ο Ντε Γκολ, το ζεύγος Κιουρί, ο Αϊνστάιν, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Ελιάρ, ο Αραγκον, ο Νερούντα και πλήθος άλλων μαζί με τον Πικάσο που είχε ζωγραφίσει το σκίτσο του Μπελογιάννη με το γαρύφαλλο, είχαν ζητήσει να μην γίνουν οι εκτελέσεις.
Διότι απάλλασσε τον βασιλιά Παύλο από τη πολύ δύσκολη συνάντηση με τον ναύαρχο Αντώνιο Μπάτση, τον πατέρα του Δημήτρη, τον οποίο θα δεχόταν σε ορισμένη ακρόαση την Τρίτη, 1η Απριλίου, στις 9 το πρωϊ.
Ο εξαφανισμένος βασιλιάς
Ο βασιλιάς Παύλος ήταν αυτός που είχε τον τελευταίο λόγο για τις εκτελέσεις καθώς μετά το Συμβούλιο Χαρίτων, μπορούσε να δώσει χάρη στους καταδικασθέντες ή σε κάποιους από αυτούς.
Η κυβέρνηση Πλαστήρα, η οποία δεν είχε συμφέρον να γίνουν εκτελέσεις, είχε παραδώσει τον φάκελο με την εισήγησή της το Σάββατο 29 Μαρτίου στον βασιλιά Παύλο, μέσω του υπουργού Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπασπύρου.
Η εισήγηση ζητούσε να δοθεί χάρη και οι εκτελέσεις να μετατραπούν σε ισόβια δεσμά.
Ο βασιλιάς πήρε τον φάκελο και είπε ότι θα πήγαινε, με τη βασίλισσα Φρειδερίκη μία βόλτα στη Χαλκίδα όπως της είχε υποσχεθεί και όταν επέστρεφε το απόγευμα θα τον μελετούσε.
Πήγε, βέβαια, τη βόλτα του στη Χαλκίδα αλλά μετά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Στην κυριολεξία ούτε ακρόαση, καθώς εξαφανίστηκε για να μην αναγκαστεί να συναντήσει την Τρίτη, 1η Απριλίου, στις 9 το πρωϊ, τον πατέρα του Δημήτρη, τον υπέργηρο ναύαρχο ε.α. Αντώνιο Μπάτση, ο οποίος, όταν κατάλαβε ότι θα εκτελέσουν τον γιο του, προσέφυγε, ως δηλωμένος φιλομοναρχικός που είχε υποστεί διώξεις για τους βασιλείς, στο παλάτι.
Η συνάντηση που δεν έγινε ποτέ
Ο Αντώνιος Μπάτσης γνώριζε τον Παύλο προσωπικά από μικρό γιατί μετά το δημοψήφισμα του 1920, ως κυβερνήτης του θωρηκτού Αβέρωφ είχε μεταφέρει στην Ελλάδα τον πατέρα του, τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’, μαζί με τη βασιλική οικογένεια από την εξορία.
Έτσι, την Τρίτη το πρωϊ τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για τον βασιλιά Παύλο, όταν θα βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον πατέρα του Μπάτση.
«Δώδεκα χρόνια έκανα στις εξορίες και στα ξερονήσια για το Βασιλιά, δεν μπορεί να μην μου κάνουν τούτη τη χάρη. Έχω δουλέψει την πατρίδα μια ζωή, δεν ήμουνα ξέρεις από τους κουραμπιέδες αξιωματικούς που θέλανε να μείνουνε στην Αθήνα στα γραφεία του Υπουργείου. Όλο στη θάλασσα με τα καράβια, σ’ όλους τους πολέμους πολέμησα για την Ελλάδα και τον Βασιλιά. Έχω κι εγώ το δικαίωμα να ζητήσω τη ζωή του μονάκριβου παιδιού μου, δεν το έχω; Έχω μονάχα ένα γιο και αυτόν θέλετε να μου τον πάρετε; Σκοτώστε εμένα καλύτερα, ζωή για τη ζωή», έλεγε στη νύφη του τη Λίλιαν κλαίγοντας ο γερο-ναύαρχος. (Λίλιαν Καλαμάρο, «Βαρύτατο τίμημα-Η ζωή μου με τον Δημήτρη Μπάτση», Δωδώνη, 1981, σελ.144 ).
Ο Παύλος θα αντίκριζε το ικετευτικό βλέμμα του φιλομοναρχικού γέρου ναύαρχου, ο οποίος θα του ζητούσε να σώσει τον μονάκριβο γιο του αλλά δεν θα τολμούσε να του δώσει χάρη, διότι είχε απειληθεί από τους Αμερικανούς ότι θα κινδυνεύσει ο θρόνος του αν δεν επισπευτούν οι εκτελέσεις.
Με την «εξαφάνισή» του στη Χαλκίδα, προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από τους «ανεξέλεγκτους» δολοφονικούς μηχανισμούς του μετεμφυλιακού κράτους τους οποίους εν γνώσει του άφησε να δράσουν ελεύθερα.
Η ενοχή του δεν μπορεί να παραγραφεί, γιατί αν ήθελε και δεν δείλιαζε θα είχε σώσει τη ζωή ενός νέου λαμπρού επιστήμονα που αγαπούσε την πατρίδα του και σίγουρα δεν ήταν κατάσκοπος.
Το μνημειώδες έργο του Δημήτρη Μπάτση «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα» που δημοσίευσε το 1947, στο οποίο καταγράφει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας μας με στόχο την ακηδεμόνευτη ανάπτυξή της, το αποδεικνύει.
Ο Μπάτσης εκτελέστηκε για μία ψήφο που του αρνήθηκε το Συμβούλιο Χαρίτων.
Έπρεπε να πεθάνει Κυριακή για να μην μπορέσει να εκμεταλλευτεί την ύστατη δυνατότητα που είχε να του δοθεί χάρη από τον βασιλιά. Έτσι συνέβαλε ώστε και η εκτέλεση των άλλων τριών να γίνει την Κυριακή.
Έπρεπε να πεθάνει, όχι μόνο γιατί δεν πρόδωσε τον Πλουμπίδη που ήξεραν ότι συναντούσε και δεν τον είχαν ακόμη συλλάβει, αλλά γιατί ήξεραν ότι παρά τη «μεταμέλεια» που επέδειξε στη δίκη για χάρη της γυναίκας του Λίλιαν, δεν πρόδωσε ουσιαστικά τις ιδέες του.
Γιατί θα συνέχιζε να ήταν ο αστικής καταγωγής αριστερός διανοούμενος, ο «συνοδοιπόρος», που η πατριωτική αποκαλυπτική αρθρογραφία του (σύμβαση Κούπερ κ.λπ.) θα αποτελούσε την αιχμή του δόρατος ενάντια στους ξένους επικυρίαρχους και την ντόπια εξυπηρετική ολιγαρχία.
Δημήτρης Ταταρούνης
Δημοσιεύτηκε στο site documentonews.gr στις 30 Μαρτίου 2017