- Κατηγορία: Ειδικά Θέματα
- Γράφτηκε από τον/την Δημήτρης Ταταρούνης
Η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας
1) Το άρθρο του Γ. Βότση ("Ελευθεροτυπία" 23/9/2002), που ζητούσε:
"Να δωθούν στη δημοσιότητα τα ονόματα των δημοσιογράφων-πρακτόρων της ΚΥΠ…,
"Να δημοσιευτούν ωσαύτως, τα ονόματα των δημοσιογράφων-τρωκτικών των μυστικών κρατικών κονδυλίων…",
"Να υποστεί φερέγγυο δικαστικό έλεγχο το "πόθεν έσχες" γνωστών νεόπλουτων δημοσιογράφων, που έχουν προκλητικά και ανεξήγητα θησαυρίσει…",
2) Η δημόσια παραδοχή ότι υπάρχουν και "ρουφιάνοι" και "ανεπαρκείς" δημοσιογράφοι (Γιάννης Δημαράς στην εκπομπή "Σήμερα με την ¶ννα", 1/10/2002),
3) Το δημόσιο γιαούρτωμα της εικόνας γνωστών δημοσιογράφων στο Πεδίο του ¶ρεως και η επίθεση με εκρηκτικούς μηχανισμούς στα γραφεία της εφημερίδας "Απογευματινή",
είναι οι πιο τρανές αποδείξεις ότι ζούμε τις μέρες της χαμένης τιμής της δημοσιογραφίας.
ΓΙΑΤΙ ΟΜΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΩΣ ΕΔΩ;
Ας δούμε κάποιους από τους βασικούς λόγους:
Α) Η μη κατοχύρωση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος
Η αδράνεια των ενώσεων συντακτών όσον αφορά στην κατοχύρωση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, το οποίο είναι το μοναδικό επάγγελμα "ξέφραγο αμπέλι" που καθορίζεται αποκλειστικά από τις δυνάμεις της αγοράς.
Όταν οι δυνάμεις της αγοράς, δηλαδή ανενόχλητοι οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ -με το κράτος ουραγό τους-, επιλέγουν, διορίζουν και δηλώνουν, εν μία νυκτί, όποιον θέλουν ως δημοσιογράφο, χωρίς καμμία θεσμική προϋπόθεση, τότε είναι επόμενο το επίπεδο της δημοσιογραφίας να είναι ανάλογο με τις κερδοσκοπικές ορέξεις τους.
Όταν το κράτος, το οποίο δίνει πανεπιστημιακά πτυχία δημοσιογραφίας, δεν μπορεί να τα υποστηρίξει με θεσμικά μέτρα, όπως κάνει με όλα τα άλλα πτυχία που χορηγεί, -προφανώς για να μην δυσαρεστήσει τους βαρώνους των ΜΜΕ οι οποίοι θέλουν να δρουν ανεξέλεγκτα-, τότε τι να περιμένει κανείς;
Μπορεί, άραγε, ένας οποιοσδήποτε που μιλάει π.χ. μια ξένη γλώσσα -επειδή έτυχε για κάποιο διάστημα να ζήσει στο εξωτερικό- να τη διδάξει επαγγελματικά, αν δεν έχει το ανάλογο αναγνωρισμένο δίπλωμα; Όχι, βέβαια.
Ένας οποιοσδήποτε όμως, μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του δημοσιογράφου, λες και αυτό το επάγγελμα δεν χρειάζεται αναγνωρισμένες ικανότητες και γνώσεις. Αυτός ο οποιοσδήποτε, είναι επόμενο ότι θα κάνει οτιδήποτε για να επιβιώσει και να καθιερωθεί στη δημοσιογραφική "πιάτσα".
Λένε μερικοί ότι η δημοσιογραφία είναι ένα "ελεύθερο επάγγελμα" όπου μπορεί να μπει ο καθένας και αν είναι καλός θα επιβιώσει και θα αναδειχτεί.
Αυτό είναι ένα μεγάλο ψεύδος, ιδιαίτερα σήμερα που δεν υπάρχουν πλέον οι παραδοσιακοί εκδότες, που έχει εκλείψει η "εφημερίδα σχολείο", που οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ είναι κατασκευαστές, εφοπλιστές κ.λπ. και χρησιμοποιούν τα Μέσα για άλλους ιδιοτελείς σκοπούς και όχι την έγκυρη ενημέρωση.
Αυτοί οι εργοδότες χρησιμοποιήσουν τους δημοσιογράφους-ιδιαίτερα τους νέους που αισθάνονται μεγαλύτερη ανασφάλεια- ως "βαποράκια" των ιδιοτελών επιχειρηματικών επιδιώξεών τους. Με τέτοιες προϋποθέσεις ποια δεοντολογία μπορεί να επιβιώσει;
Είναι άκρως υποκριτικό να εκδίδει η ΕΣΗΕΑ ανακοινώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης, ενάντια στην "ανελέητη κυριαρχία των αγορών" και ταυτόχρονα να εθελοτυφλεί απέναντι στην απόλυτη κυριαρχία της αγοράς, όσον αφορά το δημοσιογραφικό επάγγελμα στη χώρα μας.
Είναι, επίσης, εντελώς παράλογο να καλεί η ΕΣΗΕΑ για εξετάσεις εγγραφής δημοσιογράφους που έχουν δοκιμαστεί στην αγορά (οι περισσότεροι με νύχια και με δόντια) τουλάχιστον για τρία χρόνια (πτυχιούχοι) ή για πέντε χρόνια (μη πτυχιούχοι), σύμφωνα με το αναχρονιστικό καταστατικό της, δηλαδή κατόπιν εορτής, αντί να τους εγγράφει αμέσως μόλις αρχίζουν το επάγγελμα ως δόκιμα μέλη, αφού όμως προηγουμένως ορίσει τις προϋποθέσεις (π.χ. πτυχίο, ξένη γλώσσα κ.λπ.) που απαιτούνται, έτσι ώστε να διασφαλίζεται το επίπεδο του επαγγέλματος από την εργοδοτική ασυδοσία.
Αλήθεια, ποιον συμφέρει η μη θεσμική κατοχύρωση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος;
Ποιον συμφέρει ότι ο καθένας ανεξέλεγκτα μπορεί να αρχίσει να ασκεί το επάγγελμα του δημοσιογράφου, αρκεί να το επιθυμούν οι εργοδότες και κάποιες διαπλεκόμενες παρεούλες που ελέγχουν τα πόστα στην δημοσιογραφική "πιάτσα";
Σίγουρα, ούτε την ενημέρωση ούτε τους επαγγελματίες δημοσιογράφους.
Έτσι, η συνεχής απορρύθμιση της αγοράς από αυτούς που την ελέγχουν είναι αναπόφευκτη και όσο δεν οργανώνονται οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι τόσο περισσότερο θα νοιώσουν της συνέπειές της στο άμεσο μέλλον.
Οι ισορροπίες του αμοιβαίου συμφέροντος αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσουν και τότε θα είναι αργά για δικαιολογίες.
Β) Το μορφωτικό επίπεδο των δημοσιογράφων
Μέχρι σήμερα σε ένα κατ' εξοχήν πνευματικό επάγγελμα, όπως είναι η δημοσιογραφία, το οποίο τίμησαν στο παρελθόν μεγάλα ονόματα των γραμμάτων (Κονδυλάκης, Παλαμάς, Σουρής, Μωραϊτίνης κ.α.), η μόρφωση είναι απαξιωμένη κατά ένα περίεργο τρόπο.
Η ΕΣΗΕΑ, δεν έχει διεκδικήσει ποτέ μέχρι σήμερα με πειστικό τρόπο το επίδομα πτυχίου για τα μέλη της που εργάζονται στις εφημερίδες (παρόλο που τώρα τελευταία το εξασφάλισε από τους ιδιοκτήτες των ραδιοφώνων), προφανώς για να μην οξύνει την αντιπαράθεση με την εργοδοσία.
Έτσι ισοπεδώνονται όλοι -πτυχιούχοι και μη- και ένας νέος που θα ήθελε να ασκήσει τη δημοσιογραφία, δεν έχει κίνητρο να σπουδάσει και να χάσει τέσσερα, πέντε ή έξι χρόνια στα θρανία, αφού άλλες είναι οι αξίες που εκτιμώνται στο δημοσιογραφικό χώρο (επαφές, γνωριμίες, διαπλοκή κ.λπ.).
Είναι όμως δυνατόν να αναβαθμιστεί το επίπεδο της ελληνικής δημοσιογραφίας με τέτοιες αντιλήψεις; Είναι δυνατόν σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης πληροφορίας, να μην γνωρίζει καλά αγγλικά ένας δημοσιογράφος και να μην μπορεί να ανατρέξει στο ίντερνετ και να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητές του;
Είναι δυνατόν να ανέβει το επίπεδο της ελληνικής δημοσιογραφίας όταν δεν είναι υποχρεωτική η πανεπιστημιακή μόρφωση για τους νέους δημοσιογράφους που μπαίνουν στο επάγγελμα; Η ενημερωτική κατάντια που βιώνουμε καθημερινά, είναι η καλύτερη απόδειξη ότι πρέπει να παρθούν τολμηρά μέτρα που δεν θα φοβούνται τη ρήξη με το αμαρτωλό παρελθόν.
Εδώ θα ανοίξουμε μια σημαντική παρένθεση προς αποφυγήν παρεξηγήσεων.
Για να μην κατηγορηθούμε ως πτυχιολάτρες πρέπει να διευκρινίσουμε τα εξής:
Δεν ισχυριζόμαστε ότι μεταξύ δύο δημοσιογράφων -ενός πτυχιούχου και ενός μη πτυχιούχου- ο καλύτερος θα είναι οπωσδήποτε ο πτυχιούχος. Μπορεί ο μη πτυχιούχος να είναι εξαιρετικό ταλέντο και να είναι πράγματι καλύτερος. Θα είναι όμως μια εξαίρεση.
Στην πράξη είναι σίγουρο ότι, μεταξύ 100 πτυχιούχων δημοσιογράφων και 100 μη πτυχιούχων, ο μέσος όρος του επιπέδου των πρώτων θα είναι υψηλότερο από των δεύτερων. Αν θέλουμε λοιπόν να αναβαθμίσουμε την ελληνική δημοσιογραφία , αν μας ενδιαφέρει το μέλλον της, πρέπει να θέσουμε ως προϋπόθεση, από εδώ και πέρα, την πανεπιστημιακή μόρφωση για τους νέους που μπαίνουν στο επάγγελμα. Το πανεπιστημιακό πτυχίο και τα καλά αγγλικά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αρχίσει σήμερα ένας νέος το επάγγελμα του δημοσιογράφου.
Γ) Οι δημοσιογράφοι ελέγχουν την εξουσία, δεν είναι υπάλληλοί της…
Είναι τρομερό, αλλά στη χώρα μας υπάρχουν δημοσιογράφοι υπάλληλοι σε γραφεία υπουργών, οι οποίοι ταυτόχρονα κάνουν ρεπορτάζ υπουργείων, πολλές φορές και του ίδιου του υπουργού από τον οποίο πληρώνονται! Μιλάμε για ελληνικές πατέντες, για πραγματική ανεξαρτησία της γνώμης!
Αυτή η απίστευτη διαπλοκή δεν έχει συγκινήσει μέχρι σήμερα τα συνδικαλιστικά όργανα ώστε να μπει ένας φραγμός. Σήμερα που ακόμη και η "συμφεροντολόγος" Βουλή των Ελλήνων θεσμοθέτησε το ασυμβίβαστο του βουλευτή με άλλα επαγγέλματα, η ΕΣΗΕΑ εθελοτυφλεί και επιτρέπει σε μέλη της να είναι υπάλληλοι υπουργών. Τα μέλη αυτά εξακολουθούν να έχουν δικαίωμα και να ψηφίζουν στις εκλογές μαζί με την πλειοψηφία των "μεροκαματιάρηδων της ενημέρωσης" και υποτίθεται ότι συμπράττουν (με τις ευλογίες των υπουργών!) στην υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων μας.
Δεν θα το σχολιάσουμε άλλο.
Θα πούμε πολύ απλά ότι η ΕΣΗΕΑ θα μπορούσε να "αδρανοποιεί" τα συνδικαλιστικά δικαιώματα αυτών των μελών της για όσο διάστημα θα επέλεγαν να υπηρετούν τον υπουργό τους.
Το ίδιο βέβαια πρέπει να ισχύει -αλλά μόνον όσον αφορά το ρεπορτάζ και όχι την ψήφο- και για τους αθλητικούς συντάκτες που εργάζονται στα γραφεία Τύπου αθλητικών συλλόγων και ταυτόχρονα κάνουν το ρεπορτάζ τους, για τους οικονομικούς συντάκτες που κάνουν ρεπορτάζ χρηματιστηρίου και "αβαντάρουν" τις μετοχές του χαρτοφυλακίου τους κ.α.
Όλα όσα προαναφέραμε είναι αρκετά για να καταλάβει κανείς πως φτάσαμε στο σημερινό επίπεδο. Πως χάσαμε την πιο βασική προϋπόθεση που απαιτείται, για να γίνει αποδεκτός από την Κοινή Γνώμη ένας λειτουργός της ενημέρωσης:
την "έξωθεν καλή μαρτυρία".
Σήμερα, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Πρέπει να ξανακερδίσουμε τη μάχη της χαμένης εμπιστοσύνης. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης σε αυτή την προσπάθεια. Ας τολμήσουν!