- Κατηγορία: Επικαιρότητα
- Γράφτηκε από τον/την Ρεπόρτερ
"Έφυγε" η μοναδική Τζένη Βάνου
"Έφυγε" χθες από τη ζωή, σε ηλικία 75 ετών, χτυπημένη από την επάρατη νόσο η Τζένη Βάνου, μια σπάνια φωνή του ελαφρού και ελαφρολαϊκού τραγουδιού.
Η "αηδονόλαλη", όπως την έχουν χαρακτηρίσει Τζένη Βάνου -καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ευγενίας Βραχνού-, θα μείνει για πάντα στη μνήμη των ακροατών των τραγουδιών της για την ποιότητα της φωνής της που θαύμασαν πολλοί μεγάλοι μουσικοί, μεταξύ των οποίων και ο Μάνος Χατζηδάκις του οποίου όμως δεν είπε ποτέ κανένα τραγούδι.
Ο λόγος ήταν ότι την είχε αναδείξει ο Μίμης Πλέσσας ο οποίος ήταν σε αντιπαλότητα με τον Χατζηδάκη και η ίδια δεν θέλησε να τον "πουλήσει", καίγοντας έτσι ένα πολύ μεγάλο χαρτί για το μέλλον και την καριέρα της.
Η Τζένη Βάνου ήταν σμυρνέικης καταγωγής, είχε γεννηθεί στην Πλατεία Αττικής και μεγάλωσε με τη γιαγιά της αφού οι γονείς της χώρισαν στην τρυφερή ηλικία της, κάτι που σημάδεψε τη ζωή της.
Η μητέρα της είχε εγκαταλείψει τον πατέρα της και το διαζύγιο βγήκε σε βάρος της με αποτέλεσμα να μην της επιτρέπουν, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, να βλέπει την κόρη της. Αυτό δημιούργησε παιδικό τραύμα στην ψυχή της Τζένης που ίσως να μην το ξεπέρασε ποτέ.
Η καριέρα της άρχισε όταν ο δημοσιογράφος Γιώργος Κολοκοτρώνης την άκουσε να τραγουδάει και την πήγε στα ραδιοφωνικά «Κυριακάτικα Πρωινά» που έκανε ο Γιάννης Οικονομίδης με τον Μίμη Πλέσσα και τη Ρένα Ντορ.
"Ο Πλέσσας, αφού με άκουσε, μου είπε, «αναμφισβήτητα έχεις αξία». Μου πρότεινε να περάσω ακρόαση για να με προσλάβουν στην Κρατική Ραδιοφωνία ως τραγουδίστρια. Έτσι έκανα τα χαρτιά μου με τις πλάτες της μάνας μου, κρυφά απ’ τον πατέρα μου, γιατί ακόμα πήγαινα σχολείο και τ’ όνειρό του ήταν να μπω στο πανεπιστήμιο".
Η συνέχεια ήταν εντυπωσιακή αφού τραγούδησε με τη συνοδεία του μεγάλου Κώστα Γιαννίδη, είπε το 80% των τραγουδιών του Πλέσσα καθώς και συνθέσεις από τους αναγνωρισμένους συνθέτες της εποχής:Μουζάκη, Μωράκη, Καπνίση κ.α
Με το τραγούδι "Τώρα" του Πλέσσα νίκησε το 1964 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ο Δημήτρης Χορν, που ήταν μέλος της επιτροπής, ψήφισε «Τζένη Βάνου». Όταν η διευθύντρια του μουσικού προγράμματος του είπε «Τάκη, τραγούδια ψηφίζουμε», εκείνος απάντησε «μα, δεν έχετε καταλάβει ακόμα ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια θα μας βασανίζει με τη φωνή της;».
Όπως αναφέρει σε μία συνέντευξή της στο www.lifo.gr σ' ένα από τα «Κυριακάτικα Πρωινά» του Rex πήγε να την δει ο πατέρας της με την ετεροθαλή αδερφή της: 'Ήταν αρχιεργάτης στα πιεστήρια μιας εφημερίδας κι άκουγε απ’ τους κουτσομπόληδες -δημοσιογράφους που δεν ήξεραν ότι ήταν μπαμπάς μου- πόσο βράχος ηθικής ήμουν. Μου είπε «όσο μεγάλη και να γίνεις σε δόξα και ηλικία, να μάθεις να ζητάς συγγνώμη. Αυτό ήρθα σήμερα εγώ να ζητήσω, γιατί δεν ήξερα τι παιδί είχα κάνει».
Ας δούμε όμως τη συνέχεια της καριέρας της όπως την περιγράφει η ίδια στο lifo.gr:
Ένα μου προσόν ήταν ότι δεν ήξερα από μουσική, αλλά είχα τρομερή μουσικότητα και μάθαινα πάρα πολύ γρήγορα. Όταν ορφάνεψε η θέση της Μούσχουρη στο «Τζάκι» της πλατείας Ρηγίλλης, γιατί έπρεπε να φύγει για δεκαπέντε μέρες στο εξωτερικό, με κάλεσαν να την αντικαταστήσω. Έγινε τέτοιος χαμός, που τελικά έμεινα δύο μήνες. Εκεί ήρθαν και μου πρότειναν συνεργασία ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα για τη Σπηλιά του Παρασκευά. Άλλου είδους σούσουρο!
Παρέλαυναν όλοι οι καλλιτέχνες, ώσπου μετά από μια ψευτοπαρεξήγηση -ήμουν πολύ πεισματάρα-, πήρα το ένα και μοναδικό μου ρούχο κι έφυγα. Το επόμενο κιόλας βράδυ τραγουδούσα στη Νεράιδα. Εκεί έμεινα απ’ το καλοκαίρι του ‘61 μέχρι το ’69, που έφυγα για την Αμερική. Ήταν το καλύτερο καλοκαιρινό μαγαζί κι έτσι τους χειμώνες εμφανιζόμουν στα αντίστοιχα καλά χειμερινά: Παλιά Αθήνα, Βράχος, Κάστρο.
Το πρώτο μου σουξέ ήταν το ’62-’63, με το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου». Το ’64, παράλληλα με τη Νεράιδα, εμφανιζόμουν στο θέατρο με τον Γιώργο Μουζάκη, ο οποίος μου έγραψε τη «Σκλάβα» και το «Θέλω κοντά σου να μείνω», που τραγούδησα μαζί με τον Γιάννη Βογιατζή. Δεν έκανα κάτι τρανταχτό μέχρι το ’69, που με κάλεσε ο Φίνος. Ο Νίκος Μαμαγκάκης αργούσε να του παραδώσει τη μουσική για την ταινία Λεωφόρος του μίσους, γιατί η τραγουδίστριά του δεν μπορούσε να το βγάλει. Πάω εγώ, το μαθαίνω, το ηχογραφώ, παίρνω 350 δραχμές και φεύγω. Βγαίνει η ταινία, γίνεται χαμός κι εγώ δεν έχω πάρει είδηση. Ήμουν τότε στην εταιρεία «Βεντέτα» της Πόλυς Πάνου και με παίρνει ο άντρας της, ο Στέλιος Πελαγίδης, και μου λέει «έχουν σπάσει τα τηλέφωνα, ποιο είναι αυτό που λέει “ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου”;». Του απαντάω «μπας κι είναι απ’ την ταινία;». Είχα ξεχάσει και τα λόγια! Πήρε τη μήτρα απ’ τον Φίνο και με ειδική επεξεργασία στο Παρίσι το κυκλοφόρησε.
Με παίρνει μια μέρα ο Τάκης Λαμπρόπουλος της Columbia και μου λέει «κορίτσι μου, έκανες τη ζωή σου, σε θέλει ο Χατζιδάκις». Μόλις το άκουσα, διαλύθηκα. Ο Χατζιδάκις με συγκλόνιζε! Αλλά ήταν σε μόνιμη αντιπαράθεση με τον Πλέσσα. Λέω, «ρε Τάκη, ο Μίμης μ’ έβγαλε. Πώς θα του το κάνω αυτό;». Πολλά χρόνια αργότερα τον συνάντησα στην Αμερική. Μου είπε: «Λυπάμαι πολύ. Είσαι πολλή ανόητη κι έχασες την ευκαιρία της ζωής σου, γιατί εγώ πια ποτέ δεν θα σου δώσω τραγούδια μου». Κι έμεινα με τη μεγάλη πίκρα ότι δεν τραγούδησα Χατζιδάκι. Αλλά μπορεί να είχα πει, να χαλούσε η Ελλάδα κι εγώ να μην κοιμόμουν το βράδυ.
Παντρεύτηκα το ’64, γιατί όλη μου η έγνοια ήταν να κάνω παιδιά και οικογένεια. Δυστυχώς, ήμουν απ’ τις γυναίκες που κακοποιήθηκαν πάρα πολύ στον γάμο τους. Απ’ τον φόβο μου δεν έβλεπα τι γινόταν γύρω μου. Έκανα τον γιο μου και φύγαμε οικογενειακώς το ‘69 για την Αμερική. Εκεί έκανα ένα πενταετές συμβόλαιο με ελληνοαμερικανική δισκογραφική κι εμφανιζόμουν στου «Μολφέτα», το καλύτερο ελληνικό μαγαζί της Νέας Υόρκης. Αλλά τη ζωή της Αμερικής δεν την άντεχα. Έμεινα και έγκυος στην κόρη μου και είπα, «σκοτώστε με, αλλά δεν γίνεται να μείνω». Έκτοτε, έχω πάει εννέα φορές να δουλέψω, αλλά πάντα με την προοπτική να επιστρέψω. Με το που επέστρεψα το ’71, χώρισα με ον άντρα μου κι έμεινα με δυο παιδιά και χωρίς καμιά βοήθεια. Του πλήρωνα και τα χρέη, για να μην έχουν τα παιδιά μου πατέρα στη φυλακή…
Άνεργη και χωρίς εταιρεία, βλέπω τον Βοσκόπουλο στον δρόμο και του λέω τα χάλια μου. Με παίρνει στη Minos και μου γράφει δυο λαϊκά, το «Αγόρι μου» και το «Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε». Εκεί χτύπησα φλέβα χρυσού στην κυριολεξία, παρόλο που προερχόμουν απ’ το «ελαφρύ». Τότε είναι που με τον Πλέσσα κάνω το «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» και το 1984 παίρνω χρυσό δίσκο με το «Τρένο της ζωής» του Μουσαφίρη. Στη Minos έμεινα από το ’72 μέχρι το ’88, οπότε σταμάτησα να έχω τη δημοτικότητα που είχα.
Άρχισα να εμφανίζομαι σε δεύτερα μαγαζιά, γιατί έπρεπε να βγάλω το μεροκάματο. Στην αγωνία μου να εξασφαλίσω δουλειά, υπέγραφα μ’ όποιον ερχόταν πρώτος. Και πάντα με λίγα λεφτά. Μετά έπεφταν άλλες πέντε προτάσεις. Αυτό με πίκρανε, τις νύχτες δεν κοιμόμουν, περπατούσα μέσα στο σπίτι, τρελαινόμουν, αλλά στο τέλος το κατάπια. «Δεν πειράζει», έλεγα μέσα μου, «ξέρεις ποια είσαι». Οι μόνοι που έχω ζητήσει βοήθεια στη ζωή μου, είναι η μάνα μου και ο Θεός.
Σεβάστηκα και αγάπησα τον εαυτό μου πάντα ένα σκαλοπάτι πιο κάτω. Δεν εκτίμησα τη χρυσόσκονη που μ’ έλουσε ο Θεός. Μετανιώνω που δεν έκανα λεφτά, γιατί στην ηλικία μου η μόνη μου προοπτική πια είναι να κάνω αύριο καλύτερο μουσακά και να ψωνίσω κάτι στο εγγόνι μου. Κι όταν δεν έχω, τότε μουντζώνω τον εαυτό μου. Αλλά και τώρα να ξεκινούσα, πάλι τα ίδια λάθη θα έκανα.