- Κατηγορία: Επικαιρότητα
Για ποια δημοσιογραφική αυτορύθμιση μιλάμε;
Μετά το περιβόητο νομοσχέδιο για το βασικό μέτοχο κυριάρχησε το θέμα των δημοσιογράφων που κινούνται έξω από το πλαίσιο της δεοντολογίας, είτε γιατί είναι πολυθεσίτες αργόμισθοι στο Δημόσιο είτε γιατί είναι "βαποράκια" της οικονομικής εξουσίας είτε γιατί «τα πιάνουν» από «μυστικά κονδύλια» και πάει λέγοντας.
Η κυβέρνηση φαίνεται ότι «γλυκάθηκε» από την απήχηση που είχε για τον «βασικό μέτοχο» και θέλει να ρυθμίσει, ιδιαίτερα στον δημόσιο τομέα , όσα μπορεί και στο δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Ένα επάγγελμα που δεν είναι κατοχυρωμένο, το οποίο έχει αφεθεί εδώ και δεκαετίες στο έλεος της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας, με την ανοχή και ενίοτε την προώθηση- κάποιων βολεμένων δημοσιογράφων συντεχνιακής νοοτροπίας που το υπηρετούν ως «λειτούργημα» από όλα τα πόστα (συνδικαλιστές, διαπλεκόμενοι, μεγαλοπιασμένοι σταρ, κουμπάροι κ.ο.κ.).
Ένα επάγγελμα που οι εκδότες και οι εκάστοτε διαχειριστές της κρατικής εξουσίας,- παρά το σημερινό δήθεν ενδιαφέρον τους-, ήθελαν και θέλουν να παραμένει ακατοχύρωτο, για να μπορούν εύκολα να το χειραγωγούν με απειλές απόλυσης, με χαμηλούς μισθούς, με εργασιακές συνθήκες γαλέρας, με εκμαυλισμούς και με ένα εφεδρικό στρατό «διαθέσιμων αλεξιπτωτιστών» που τους χρησιμοποιούν για να απορρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις όποτε αισθάνονται, ότι κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχο της «ενημέρωσης».
Αν όλοι αυτοί που κόπτονται σήμερα για τη διαφάνεια στο δημοσιογραφικό επάγγελμα και για την ποιότητα της ενημέρωσης, είχαν αγαθές προθέσεις, δεν θα είχαμε φτάσει σε αυτή την κατάντια. Δεν θα είχε απαξιωθεί ο δημοσιογράφος και η δουλειά του σε τέτοιο βαθμό. Δεν θα ήταν αναγκασμένες οι εφημερίδες να κάνουν συνεχείς καθημερινές προσφορές κάθε είδους για να μπορέσουν να πουληθούν σαν «χάρτινες πόρνες» που δίνουν τα πάντα και τα κάνουν όλα.
Αν η αυτορρύθμιση που ισχύει τόσα χρόνια ήταν αρκετή, δεν θα είχαμε φτάσει σήμερα στο σημείο, να μιλάμε για διαπλεκόμενους, χρηματιζόμενους, διεφθαρμένους, αργόμισθους ακόμη και για ρουφιάνους δημοσιογράφους.
Επομένως, όταν ακούμε ακόμη και υπουργούς Τύπου να μιλάνε για αυτορρύθμιση πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί.
Πράγματι, στην πέμπτη σελίδα της «Ελευθεροτυπίας» στις 27/1/2005, ο πρώην υπουργός Τύπου Δ. Ρέππας, απαντώντας γραπτώς σε σημείωμα του Γ.Β. (Γιώργου Βότση) έλεγε: «Πιστεύω από θέση αρχής, ότι τα θέματα του Τύπου πρέπει να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο αυτορρύθμισης με κανόνες που επιβάλλονται από τα αντίστοιχα όργανα τα οποία ελέγχουν και την τήρησή τους. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υιοθέτησα τη θέση που διατυπώνει μονίμως η ΕΣΗΕΑ για μη έκδοση νόμου, σχετικά με τις προϋποθέσεις και τα προσόντα που πρέπει κάποιος να διαθέτει για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, όπως προβλέπει το Σύνταγμα της χώρας σε όλες τις μορφές του από το 1975 μέχρι και σήμερα. Το ίδιο έπραξαν και σωστά, όσοι εθήτευσαν πριν και μετά από εμένα στο αρμόδιο υπουργείο».
Δηλαδή, ο κ. Ρέππας μπορούσε να αποσαφηνίσει με νόμο «τις προϋποθέσεις και τα προσόντα που πρέπει κάποιος να διαθέτει για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος» αλλά δεν το έκανε γιατί πιστεύει ότι πρέπει να το κάνει η ΕΣΗΕΑ και οι άλλες ενώσεις.
Είναι και αυτό μια άποψη, αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια.
Ο κ. Ρέππας και ο κάθε υπουργός Τύπου, αφού όπως λέει «το ίδιο έπραξαν και σωστά, όσοι εθήτευσαν πριν και μετά από εμένα στο αρμόδιο υπουργείο», δεν τόλμησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους γιατί πρώτον θα δυσαρεστούσε τους πανίσχυρους εκδότες οι οποίοι δεν θέλουν κατοχύρωση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος για να ορίζουν οι ίδιοι όποιον «γουστάρουν» ως δημοσιογράφο και δεύτερον για να μπορεί ως διαχειριστής της κρατικής εξουσίας να κάνει και αυτός το ίδιο στον δημόσιο τομέα.
Αν το δημοσιογραφικό επάγγελμα ήταν κατοχυρωμένο ( αν π.χ. για να το ασκήσει κανείς έπρεπε να έχει πανεπιστημιακή μόρφωση και να γνωρίζει, ας πούμε, σε επίπεδο lower την Αγγλική γλώσσα κ.ο.κ.) ο κ. Ρέππας και ο κάθε υπουργός Τύπου δεν θα μπορούσε να διορίζει στρατιές παρατρεχάμενων ψηφοφόρων του στο δημόσιο και να τους βαφτίζει δημοσιογράφους εν μία νυκτί! Δεν θα ήταν ανεξέλεγκτος να κάνει το προσωπικό πολιτικό του παιχνίδι με «μισθοφόρους», οι οποίοι γνωρίζοντας ότι δεν έχουν τα προσόντα του επαγγελματία δημοσιογράφου, μετατρέπονταν εύκολα σε υπάκουο κομματικό στρατό που μόνο καλό δεν μπορούσε να κάνει στην υπόθεση της ενημέρωσης και της ελευθεροτυπίας.
Το ίδιο ισχύει και για τους εκδότες, οι οποίοι αρνούνται να δώσουν π.χ. επίδομα πτυχίου διότι όπως λένε, αφού οι ίδιοι δεν ζητάνε πτυχίο για να χρίσουν κάποιον δημοσιογράφο, γιατί να δώσουνε επίδομα; Είναι δυνατόν όμως σήμερα που το μορφωτικό επίπεδο έχει ανέβει και οι περισσότεροι νέοι κάνουν και μεταπτυχιακές σπουδές, οι δημοσιογράφοι οι οποίοι «αγωνιούν να σταθούν ως πνευματικοί άνθρωποι», όπως λέει ο συν. Γ. Ε. Διακογιάννης, στην επιστολή του προς την ΕΣΗΕΑ με αφορμή τη συνάντηση του Ζαππείου, να μένουν στάσιμοι στην ίδια τάξη; Είναι, μάλλον, αφού αυτό βολεύει τα αφεντικά της ενημέρωσης.
Από την άλλη βέβαια και οι διοικήσεις της ΕΣΗΕΑ που μιλούν για αυτορρύθμιση δεν έχουν δώσει δείγματα μέχρι σήμερα ότι κόπτονται για την κατοχύρωση του επαγγέλματος. Τα αφήνουν όλα στην «αυτορρύθμιση» η οποία ως δια μαγείας λύνει τα προβλήματα πάντα βέβαια υπέρ των ισχυρών και σε βάρος των μεροκαματιάρηδων της ενημέρωσης.
Η επίκληση μιας τέτοιας «αυτορρύθμισης» θυμίζει τη διαδικασία του laissez faire στην οικονομία, όπου η αγορά ρυθμίζεται από μόνη της ως δια μαγείας χωρίς κρατικές άνωθεν παρεμβάσεις, αφού οι εργαζόμενοι κάμπτονται και χειραγωγούνται από τις συνθήκες ζούγκλας που επιβάλλουν οι κυρίαρχες δυνάμεις.
Τέτοια laissez faire αυτορρύθμιση να λείπει. Δεν την έχουν ανάγκη οι έντιμοι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, οι οποίοι θέλουν να εργάζονται αξιοπρεπώς, να είναι κατοχυρωμένο το επάγγελμά τους και να μην απορρυθμίζεται από τον αυταρχισμό, τους «αλεξιπτωτιστές» και τα «βαποράκια» της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας.
Τέτοια αυτορρύθμιση είναι απορρύθμιση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.
Για να υπάρξει αυτορρύθμιση σημαίνει ότι προηγουμένως ορίζεται θεσμικό πλαίσιο, ότι οι δημοσιογραφικές ενώσεις απαιτούν να υπάρχει θεσμικό πλαίσιο που κατοχυρώνει τον επαγγελματία δημοσιογράφο και όχι ασαφές καθεστώς που αφήνει ασύδοτη την εργοδοσία είτε είναι κρατική είτε ιδιωτική.
Αυτορρύθμιση σημαίνει ότι, για να κάνει κάποιος τον δημοσιογράφο πρέπει να έχει συγκεκριμένα προσόντα και συγκεκριμένες αξιοπρεπείς αμοιβές, πράγματα που θα έπρεπε να υπερασπίζονται οι συνδικαλιστικές ενώσεις, μέχρι θανάτου.
Να μην μπορεί η εργοδοσία να τον ξεφτιλίζει, να τον συντρίβει ανά πάσα στιγμή και να τον αντικαθιστά -στην κυριολεξία!- με τον ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ, αφού κανένα θεσμικό πλαίσιο δεν της υπαγορεύει ποιος είναι ο επαγγελματίας δημοσιογράφος και ποια τα επαγγελματικά προσόντα που απαιτούνται για να ασκήσει κανείς αυτό το επάγγελμα!
Αν λοιπόν δεν τεθούν οι προϋποθέσεις κατοχύρωσης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος από τις συνδικαλιστικές ενώσεις, αν κάποιοι συνδικαλιστές εξακολουθούν να σκέπτονται με συντεχνιακό τρόπο τα μικροσυμφέροντά τους και δεν αντιληφθούν ότι οι καιροί άλλαξαν, τότε το μέλλον του επαγγελματία δημοσιογράφου θα είναι ακόμη χειρότερο.
Ο εξευτελισμός, οι απολύσεις, οι μισθοί της πείνας θα γίνουν -αν δεν έχουν ήδη γίνει- θεσμός, αλλά και οι θάνατοι από εγκεφαλικά και καρδιακά επεισόδια θα «χτυπάνε» όλο και περισσότερους, σε όλο πιο μικρότερες ηλικίες.
Ο θάνατος του δημοσιογράφου και της ενημέρωσης , οι οποίοι έτσι κι αλλιώς είναι σοβαρά τραυματισμένοι είναι δεδομένος.
Γι' αυτό πρώτα απ' όλα κατοχύρωση του επαγγέλματος εδώ και τώρα!
Αυτό θα πει αυτορρύθμιση.
ΥΓ) Μετά την κατοχύρωση θα είναι πολύ πιο εύκολο να οριστούν τα κάθε λογής ασυμβίβαστα και να ξεμπλέξει το κουβάρι της οποιασδήποτε διαπλοκής. Μέσα στις προτεραιότητες είναι βέβαια και η υποστήριξη των freelance δημοσιογράφων οι οποίοι είναι ουσιαστικά ισότιμοι συνάδελφοι αλλά αντιμετωπίζονται με ρατσιστική συμπεριφορά ως εργαζόμενοι Β' κατηγορίας.