- Κατηγορία: Επικαιρότητα
- Γράφτηκε από τον/την Ρεπόρτερ
Φταίνε για όλα οι δημοσιογράφοι;
του Δημήτρη Ι. Καμάρα
Αρχισυντάκτη Περιοδικού «ΕΠΙΛΟΓΗ»
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Ιανουάριος 2003
Η όξυνση των «επιθέσεων» των πολιτικών εναντίον των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ που παρατηρείται τελευταίως δεν πρέπει να εκπλήσσει. Η απαξίωση του ειδησεογραφικού περιεχομένου, η εξυπηρέτηση συμφερόντων και η προλεταριοποίηση της εγχώριας δημοσιογραφίας συνθέτουν την κρίση μιας «εξουσίας» που δεν σέβεται τον ρόλο της.
Οταν ο υπουργός Ανάπτυξης ¶κης Τσοχατζόπουλος κάλεσε τους δημοσιογράφους του σχετικού ρεπορτάζ για να προβεί σε ανακοινώσεις σχετικά με τις τιμές στην αγορά ενόψει της εορταστικής περιόδου των Χριστουγέννων, κανείς δεν φανταζόταν ότι η ενημέρωση θα κατέληγε σε δριμύ «κατηγορώ» ενάντια στις πρακτικές της εγχώριας δημοσιογραφίας. Αφού σκιαγράφησε τις παρεμβάσεις που μελετά η Κυβέρνηση, ο κ. Τσοχατζόπουλος τόνισε την πρόθεσή του, στα πλαίσια ειδικής ενημερωτικής καμπάνιας που σχεδιάζεται για τα ΜΜΕ, να συναντηθεί με την Ένωση Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, συνδέοντας τη συνάντηση με τον τρόπο προβολής των θεμάτων περί ανατιμήσεων από τα ΜΜΕ. Δημοσιεύματα φέρουν τον υπουργό να υποστήριξε ότι θα ζητήσει από τους ιδιοκτήτες των εφημερίδων να «χαμηλώσουν» οι τόνοι των ρεπορτάζ που προβάλλονται από ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα. Ο ίδιος, απευθυνόμενος προς τους δημοσιογράφους, τόνισε ότι «τα επικοινωνιακά μέσα έχουν την ευθύνη τους και εσείς τις δικές σας», συμπληρώνοντας ότι «θα κληθούν όλοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Κανείς δεν είναι υπεράνω»... Κοντολογίς, ο υπουργός Ανάπτυξης προειδοποίησε τους συντάκτες ότι σύντομα θα πρέπει να αναμένουν συστάσεις από τους προϊσταμένους τους.
Στην ουσία, στα λόγια του υπουργού αναδεικνύεται η επιθυμία ενός πολιτικού προσώπου να παρέμβει στον τρόπο άσκησης του δημοσιογραφικού έργου, προτείνοντας στους ιδιοκτήτες «συμφωνίες κυρίων» για την προάσπιση, όχι των τιμών των οπωροκηπευτικών, αλλά της τιμής της Κυβέρνησης. Και φυσικά, η υπακοή ή μη, των ιδιοκτητών ΜΜΕ στις επιθυμίες του υπουργού δεν αποτελεί την ουσία του θέματος, δεδομένου ότι η αντιπαράθεση ή συμπόρευση των ελίτ είναι κατά κανόνα φαινόμενο συγκυριακό και ουσιαστικό, ανεξάρτητο από το γενικότερο ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου.
Η πρόσφατη «επίθεση» του υπουργού εναντίον των δημοσιογράφων δεν πρέπει να εκπλήσσει. Αποτελεί απλώς ένα πυροτέχνημα στον διαρκή «πόλεμο» μεταξύ της εγχώριας πολιτικής και της δημοσιογραφίας, πόλεμο στον οποίο τα ΜΜΕ έχουν χάσει αρκετές μάχες. Όταν πριν από λίγα χρόνια ο Απόστολος Κακλαμάνης άρχισε να ασκεί δριμεία κριτική στα ΜΜΕ, ο Τύπος φιλοξένησε - και συνεχίζει να το πράττει - τις δηλώσεις του προέδρου της Βουλής, επιδεικνύοντας ανοχή και διάθεση αυτοκριτικής. Παραδοσιακά, η κριτική της πολιτικής έναντι των ΜΜΕ είχε ως σημείο αιχμής την τηλεόραση, η οποία για τους γνωστούς λόγους αποτελεί το μαλακό υπογάστριο της ελληνικής δημοσιογραφίας. Σταδιακά όμως, όπως ήταν φυσικό, η κριτική επεκτάθηκε και στα υπόλοιπα ΜΜΕ, σε σημείο που πλέον οι δημοσιογράφοι να θεωρούνται συλλήβδην υπεύθυνοι για οποιαδήποτε εξέλιξη θεωρεί η εκάστοτε Κυβέρνηση αρνητική για την εικόνα της. Και βέβαια θα ήταν αφέλεια να ισχυριστεί κανείς ότι στο «μικρό χωριό» που λέγεται Ελλάδα, απουσιάζουν οι απευθείας παρεμβάσεις των φορέων εξουσίας προς του ιδιοκτήτες των ΜΜΕ. Απλώς στην περίπτωση του κ. Τσοχατζόπουλου, η σχετική πρόθεση εκφράστηκε απροκάλυπτα.
Έτσι, οι πρακτικές της κυβερνητικής ομφαλοσκόπησης και ανάληψης ευθύνης στις περιπτώσεις πολιτικής αναποτελεσματικότητας (που δεν είναι δυνατόν να εκλείπουν, όσο πετυχημένο και αν κανείς θεωρεί το κυβερνητικό έργο) έχουν πλέον περιπέσει σε αδράνεια, ενώ οι spin doctors των κυβερνώντων αναζητούν με επιδεξιότητα το εξιλαστήριο θύμα (ακραία καιρικά φαινόμενα, έμποροι, βιομήχανοι, δημοσιογράφοι κ.ο.κ.).
Για όσους μελετούν τον χώρο της δημοσιογραφίας και των ειδήσεων, είναι παραπάνω από προφανές ότι η παροχή πληροφοριών διέρχεται σειρά φίλτρων που συχνά παραμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα. Η ροή των πληροφοριών προς τους δημοσιογράφους και εντέλει προς το κοινό ποτέ δεν ήταν απρόσκοπτη. Υπόκειται συχνότατα σε ουσιαστικές παραμορφώσεις που έχουν ως συνέπεια την αλλοίωση του τελικού δημοσιογραφικού προϊόντος, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις «κατασκευάζεται» ώστε να απηχεί τη σκοπιά του εκάστοτε ρυθμιστή περιεχομένου. Τα φίλτρα από τα οποία διέρχονται οι πληροφορίες για να καταστούν ειδήσεις προς κοινή κατανάλωση είναι πολλά και η ανάλυσή τους απαιτεί λεπτομερή συζήτηση. Οι γενικές κατηγορίες «παραμορφωτικών φίλτρων», στοιχεία του Μοντέλου Προπαγάνδας που κάποτε παρουσίασαν οι Herman και Chomsky (ιδιοκτησία ΜΜΕ, ισχυρές πηγές, διαφήμιση, οι αντιδράσεις των ελίτ κ.λπ.), αποτελούν απλώς τα εφαλτήρια μία τέτοιας ανάλυσης. Απαιτείται εις βάθος έρευνα για να γνωστοποιηθεί στο κοινό ο βαθμός παραμόρφωσης των ειδήσεων που οφείλεται σε πληθώρα παραγόντων: από τον πιο ακραίο που ενδεχομένως φαντάζει προϊόν συνωμοσιολογικής σκέψης, όπως η συναλλαγή των ιδιοκτητών ΜΜΕ με την εξουσία, έως τους πιο απλούς, που αφορούν τον καθημερινό, συχνά αναποτελεσματικό τρόπο εργασίας του σύγχρονου δημοσιογράφου.
Επομένως, το τελικό προϊόν που φθάνει στους αναγνώστες-ακροατές σπανίως υποτάσσεται στη δυναμική που φέρει το ειδησεογραφικό υλικό - αυτό μπορεί να συμβαίνει σε περιπτώσεις γεγονότων υψηλής ειδησεογραφικής αξίας (σεισμοί, φυσικές καταστροφές κ.λπ.) και μόνο στο στάδιο της αρχικής περιγραφής αυτού καθεαυτού του γεγονότος (π.χ. έκρηξη βόμβας σε ξενοδοχείο στην Κένυα). Από εκεί κι ύστερα, η ειδησεογραφική κάλυψη που ακολουθεί είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων συναλλαγών, υπόκειται σε πολλαπλές πιέσεις και είναι προϊόν συνεργασιών των δημοσιογράφων με τους φορείς των εμπλεκόμενων πλευρών, οι εκπρόσωποι των οποίων με ταχείς ρυθμούς και επιδέξιους χειρισμούς διοχετεύουν μέσω των ΜΜΕ την ανάλογη άποψη που καθορίζεται από την εκάστοτε ατζέντα συμφερόντων. Στη χώρα μας, το φαινόμενο «κατασκευής» των ειδήσεων οξύνεται από την ολοένα και αυξανόμενη οικονομική εξάρτηση των Μέσων (άρα και σε μεγάλο βαθμό και του περιεχομένου) από το Δημόσιο, τους Οργανισμούς και τις επιχειρήσεις.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί κάτι το οποίο στους ειδικούς είναι αρκετά εμφανές: σήμερα το ρεπορτάζ (έντυπο ή τηλεοπτικό) δεν είναι τίποτα άλλο από μία συναλλαγή μεταξύ του επαγγελματία δημοσιογράφου και της εκάστοτε πηγής. Η πηγή κατέχει τις πληροφορίες και αποζητά τη δημοσιότητα (ή αν συζητά αφανώς, στοχεύει στην προώθηση συγκεκριμένης στρατηγικής) και ο δημοσιογράφος κατέχει το «όπλο» της δημοσιοποίησης και έχει ανάγκη τις πληροφορίες για να εξυπηρετήσει την καθημερινή παραγωγική διαδικασία. Η πράξη της ανταλλαγής είναι σαφής και διατηρεί το επάγγελμα του δημοσιογράφου στην αιχμή των εξελίξεων. Όσο όμως εισερχόμαστε στην Οικονομία των Πληροφοριών και όσο διευκολύνεται η κοινή πρόσβαση προς τα εναλλακτικά ψηφιακά μέσα επικοινωνίας και δημοσιότητας (όπως το Διαδίκτυο), τόσο θα αποδυναμώνεται η δύναμη της δημοσιοποίησης που ο δημοσιογράφος έχει στη διάθεσή του.
Με άλλα λόγια, η ευρεία εξάπλωση της ψηφιακής τεχνολογίας αποδυναμώνει τον ρόλο «πυλωρού» (gatekeeper) που σήμερα κατέχει ο δημοσιογράφος. Όταν η εφημερίδα του μέλλοντος θα αποτελείται από μία on-line ηλεκτρονική συσκευή που θα προσδιορίζεται από μία ηλεκτρονική διεύθυνση και η οποία, μέσω συνδρομής, θα τροφοδοτείται καθημερινά με τη νέα έκδοση, τότε με τον ίδιο τρόπο οι κατεστημένες πηγές θα είναι σε θέση να γνωστοποιούν τις απόψεις τους κατευθείαν στους πολίτες μέσω δωρεάν συνδρομών που οι τελευταίοι θα έχουν αποκτήσει, π.χ. μέσω της «έξυπνης κάρτας» που θα κατέχουν για τις συναλλαγές τους με το Δημόσιο. Η τεχνολογία για την υλοποίηση του προηγούμενου σεναρίου, που προς το παρόν μοιάζει να ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, είναι ήδη διαθέσιμη.
Είναι σαφές, επομένως, ότι ο υπουργός του μέλλοντος, αλλά και οι επικοινωνιολόγοι του θα έχουν τη δυνατότητα να απευθύνονται απευθείας σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες-στόχους, προσφέροντας στους άλλοτε ισχυρούς επαγγελματίες της επικοινωνίας υλικό κοινής λήψης (π.χ. δελτία Τύπου) για να γεμίσουν την «τρύπα των ειδήσεων» που απομένει στα Μέσα Ενημέρωσης μετά τη σελιδοποίηση των διαφημίσεων. Η αναπτυσσόμενη δικτύωση των φορέων εξουσίας και της κοινωνίας αναδεικνύει την αμεσότητα και την επιλεκτική προσέγγιση σε κύρια χαρακτηριστικά των μηχανισμών της υπό διαμόρφωσης Κοινωνίας της Πληροφορίας, οδηγώντας σε ισχυροποίηση των πηγών πληροφόρησης. ¶λλωστε δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι αν ξεσπούσε σήμερα το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, το «Βαθύ Λαρύγγι» θα ήταν ένα ακόμη dot-com…
Επομένως, ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της δημοσιογραφίας στο πλαίσιο αυτών των διαφαινόμενων τάσεων; Από τι εξαρτάται η επιβίωση του επαγγέλματος; Φυσικά από την αποδοχή του από το κοινό, στο οποίο στηρίζονται η ύπαρξη και η χρησιμότητά του. Αν η κοινωνία σταματήσει να αποζητά τις υπηρεσίες των δημοσιογράφων, ή δηλώσει την αδιαφορία της προς τα ειδησεογραφικά ΜΜΕ, τότε ο ρόλος τους ως προασπιστών του δημόσιου συμφέροντος παύει να υφίσταται. Είναι σαφές, επομένως, ότι αυτός καθεαυτός ο διαμεσολαβητικός ρόλος του δημοσιογράφου με τα συνήθη αρνητικά χαρακτηριστικά της υποκειμενικότητας, της εξυπηρέτησης συμφερόντων και των εργασιακών δυσχερειών που στρεβλώνουν τη μορφή του ειδησεογραφικού προϊόντος, αποτελεί ένα οικοδόμημα που τρίζει και στα μάτια του κοινού σιγά-σιγά αδρανοποιείται.
Από το άλλο μέρος, είναι γεγονός ότι η εξάπλωση των μηχανισμών διάχυσης των πληροφοριών δεν καθιστά απαραιτήτως ευκολότερη τη διαχείρισή τους. Ακόμη και όταν η ψηφιακή επανάσταση έχει λάβει τη μορφή κεκτημένου σε παγκόσμιο επίπεδο, κατά πάσα πιθανότητα η κοινωνία θα συνεχίσει να αποζητά το έργο των δημοσιογράφων. Μία τέτοια εξέλιξη όμως διαμορφώνει και το χρέος των δημοσιογράφων για το μέλλον που δεν είναι άλλο από την προάσπιση των συμφερόντων των πολλών ενάντια στους σκοπούς των λίγων. Η καθιέρωση του κοινωνικού ρόλου της δημοσιογραφίας ως φορέα προάσπισης του δημόσιου συμφέροντος απαιτεί επαναπροσδιορισμό του διαμεσολαβητικού ρόλου και ισχυροποίηση του ανθρώπινου παράγοντα. ¶λλωστε το να σε επιπλήττει ο υπουργός Ανάπτυξης δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Το χειρότερο είναι να θεωρεί ότι μπορεί να σε παρακάμψει...