A+ A A-

Σκέψεις για το μέλλον του Τύπου


Στο πλαίσιο της ενημέρωσης των συναδέλφων για τα τεκταινόμενα στο χώρο των ΜΜΕ, αναδημοσιεύουμε από «Το Βήμα» της Τέτάρτης 25 Μαρτίου 2009 ένα προφητικό, αλλά και ενδεχομένως προειδοποιητικό, για τα σχέδια του Οργανισμού που εκδίδει τη συγκεκριμένη εφημερίδα άρθρο, με τίτλο: Το τέλος του Τύπου (όπως τον ξέραμε) και οι κρατικές επιχορηγήσεις.
Τα καθημερινά έντυπα διέρχονται κρίση παγκοσμίως και οι εκδοτικοί όμιλοι αναζητούν άλλες λύσεις.


ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ Εν μέσω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ο καθημερινός Τύπος στη Δύση έχει δεχθεί τόσο σοβαρά πλήγματα ώστε πολλοί αναρωτιούνται για το μέλλον του, ενώ σε άρθρο της η εφημερίδα «Financial Τimes» σπεύδει να αναγγείλει- απαισιόδοξα και σχεδόν προκλητικά- τον «θάνατο των εντύπων».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες εφημερίδες κηρύττουν πτώχευση η μία μετά την άλλη, ενώ στις περισσότερες χώρες σημειώνουν μείωση πωλήσεων και κερδών. Εκδότες και στελέχη εξετάζουν τις προοπτικές της επιβίωσης.

Η πραγματικότητα των εντύπων είναι περίπλοκη, καθώς τα έσοδά τους μειώνονται, τη στιγμή που ο αριθμός των αναγνωστών τους μέσω των δωρεάν ιστοσελίδων τους στο Διαδίκτυο αυξάνεται. Πλήθος λύσεων έχουν προταθεί για να επιβιώσουν τα έντυπα, ελάχιστες όμως περιλαμβάνουν το... χαρτί! Αφορούν το Διαδίκτυο και μοιάζουν να αναγγέλλουν τη νέα ψηφιακή εποχή η οποία εν μέσω δυσκολιών ανατέλλει.

Οι περισσότεροι αναλυτές συγκλίνουν στο ότι τρία είναι τα πιθανότερα σενάρια:




1. Αποκλειστικά ψηφιακή έκδοση και αναζήτηση εσόδων


Λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής εντύπων και των αυξημένων χρεών, πολλές εφημερίδες προσανατολίζονται στην ψηφιακή τους μεταμόρφωση. Εκτιμάται ότι, δεδομένου του χαμηλού κόστους «κυκλοφορίας» μιας εφημερίδας μέσω Διαδικτύου, ορισμένα έντυπα θα πάψουν να υπάρχουν με τη χάρτινη μορφή τους και οι αναγνώστες θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά μέσω υπολογιστή ή μέσω ενός κινητού τηλεφώνου προηγμένης τεχνολογίας. Ωστόσο για να είναι βιώσιμη μια τέτοια λύση οι ιστοσελίδες των εφημερίδων δεν θα αναρτώνται στο Ιnternet δωρεάν, όπως συμβαίνει με τη συντριπτική τους πλειονότητα σήμερα.

Έχει προταθεί να επιβάλλεται η καταβολή κάποιας συνδρομής, πρακτική που ήδη χρησιμοποιείται, με μέτρια όμως ακόμη οφέλη, ενώ μέρος των εσόδων των εφημερίδων θα προκύπτουν και από τις διαφημιστικές καταχωρίσεις. Ο Γουόλτερ Αϊζακσον, πρώην διευθυντής του εβδομαδιαίου «Τime», έχει καταθέσει μια διαφορετική πρόταση, εκείνη των «μικροπληρωμών». Με απλό τρόπο, θα μπορεί κανείς να «κατεβάσει» όχι ολόκληρη την εφημερίδα, αλλά το άρθρο που τον ενδιαφέρει, καταβάλλοντας μόλις λίγα λεπτά του ευρώ.

2. Στο «χαρτί» μόνο το Σαββατοκύριακο, στο Διαδίκτυο τις καθημερινές


Ορισμένες εφημερίδες θα διατηρήσουν την έντυπη μορφή τους, περικόπτοντας όμως τις ημέρες κυκλοφορίας τους. Έτσι, αντί να έχουν και ημερήσιο φύλλο και σαββατοκυριακάτικη έκδοση, θα εκδίδονται μόνο το Σάββατο ή την Κυριακή. Κάποια φύλλα, όπως η ευρείας κυκλοφορίας αμερικανική «Christian Science Μonitor» της Βοστώνης, ήδη έχουν υιοθετήσει το εν λόγω μέτρο για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Η συγκεκριμένη εφημερίδα παράλληλα συνεχίζει να ενημερώνει τους αναγνώστες επί 24ώρου βάσεως, αλλά αποκλειστικά μέσω της ηλεκτρονικής της έκδοσης.

3 Περικοπές, περικοπές, περικοπές...


Για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στη δύσκολη αυτή περίοδο, κάποιες εφημερίδες θα αρκεστούν απλώς στο να μειώσουν δραστικά τα έξοδά τους. Η εφημερίδα «Τhe Νew Υork Τimes» βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να πουλήσει κτιριακές εγκαταστάσεις για να αποπληρώσει χρέη της, ενώ η «Los Αngeles Τimes» μείωσε δραστικά τον αριθμό των δημοσιογράφων της από 1.300 σε 700.

Μία από τις λύσεις που επίσης προτάθηκαν για να βγουν τα έντυπα από μια κατάσταση που εκ πρώτης όψεως μοιάζει αδιέξοδη, όσο διατηρούν την παραδοσιακή «χάρτινη» μορφή τους, είναι να τους παρασχεθεί ένα οικονομικό πακέτο στήριξης. Τα αποτελέσματα όμως της μελέτης του Εργαστηρίου Δημοσιογραφίας Νίμαν του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ αποκαλύπτουν ότι για κάτι τέτοιο απαιτείται ένα σχεδόν απαγορευτικό ποσό: η διάσωση μόνο των αμερικανικών εφημερίδων θα κόστιζε 114 δισ. δολάρια!

Αν και η Γαλλία σε μια περίοδο τριών ετών προχώρησε στη διοχέτευση 600 εκατ. ευρώ στις έντυπες εφημερίδες μέσω καταχώρισης διαφημίσεων, οι περισσότερες χώρες δεν μπορούν να χορηγήσουν τονωτικές οικονομικές ενέσεις στα έντυπά τους, γεγονός που καθιστά το μέτρο αυτό από ανεπαρκές ως ανέφικτο.

Οι πωλήσεις πέφτουν, αλλά η αναγνωσιμότητα εκτοξεύεται στο ζενίθ. Μπορεί λιγότεροι άνθρωποι να αγοράζουν εφημερίδα, ωστόσο ολοένα περισσότεροι την «ξεφυλλίζουν» στο Ιnternet.

Ενώ όλα δείχνουν ότι οι εφημερίδες όπως τις γνωρίζαμε ως σήμερα διανύουν μια μεταβατική περίοδο, σημειώνεται και ένα παράδοξο φαινόμενο. Μπορεί ως επιχειρήσεις να περνάνε κρίση, αλλά η αναγνωσιμότητά τους σημειώνει σημαντική άνοδο. Χάρη στις online εκδόσεις τους τα καθημερινά έντυπα διαθέτουν περισσότερους αναγνώστες από ποτέ. Η επισκεψιμότητα των ιστοσελίδων αμερικανικών εφημερίδων σημείωσε αύξηση της τάξεως του 12% κατά τη διάρκεια του προηγούμενου χρόνου, ενώ το 40% των χρηστών του Διαδικτύου στις ΗΠΑ θα εισέλθει στην ιστοσελίδα έστω μιας εφημερίδας. Ανάλογες τάσεις παρατηρούνται και στην Ευρώπη.

«Αυτό που περνάει κρίση είναι η μορφή των ημερησίων εντύπων, όχι η ουσία τους» σημειώνει ο Τίμοθι Εγκαν, συντάκτης της «Ηerald Τribune». «Για μένα οι εφημερίδες παραμένουν το καλύτερο καθημερινό ημερολόγιο για να ενημερώνομαι και να ερμηνεύω την πραγματικότητα που μας περιβάλλει, ένα μέσο που θα γίνει ακόμη πιο απαραίτητο σε έναν κόσμο όπου η πληροφορία γίνεται ολοένα πιο σημαντική για να καταλάβει κανείς ποιος κερδίζει και ποιος κυβερνά τον κόσμο» καταλήγει ο αμερικανός δημοσιογράφος.

Το ενδεχόμενο να κάνουν οι εφημερίδες μεγάλες περικοπές για να επιβιώσουν στα σημεία πώλησης εν μέσω οικονομικής κρίσης γεννά προβληματισμούς για την ποιότητα των εκδόσεων. «Καλή δημοσιογραφία σε χαμηλή τιμή δεν μπορεί να υπάρξει» δηλώνει κατηγορηματικά ο Μπιλ Κέλερ, διευθυντής των «Νew Υork Τimes». Και εξηγεί: «Δεν θα βρείτε πολλούς blοggers που θα ανοίξουν γραφείο ανταποκριτή στη Βαγδάτη».

Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν και δεν θα συνεχίσουν να έχουν όλες οι εφημερίδες τη δυνατότητα να διατηρούν μεγάλο δίκτυο ανταποκριτών και γενικότερα να ξοδεύουν τα χρήματα που απαιτούνται για μια πλούσια και εμπεριστατωμένη ροή πληροφόρησης, τη στιγμή που απειλείται η ίδια η ύπαρξή τους. Παρ΄ όλα αυτά η μείωση της ποιότητας του συνολικού προϊόντος ενδέχεται να αποτελέσει πρακτική που θα οδηγήσει τελικά στον αφανισμό όποιας εφημερίδας επιλέξει αποκλειστικά την «οδό του λογιστηρίου» για να επιβιώσει. Μακροπρόθεσμα δε, χαμηλή ποιότητα πληροφόρησης ενδέχεται να μειώσει και τις προοπτικές επιτυχίας του φύλλου, είτε πρόκειται για παραδοσιακό έντυπο είτε για ηλεκτρονικό.



Μια μέρα πριν, την Τρίτη 24 Μαρτίου, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε άρθρο του Xavier Ternisien με τίτλο:



Η κρίση του Τύπου και οι κρατικές επιχορηγήσεις




Έχει το κράτος τη δικαιοδοσία να επιδοτεί τον γραπτό Τύπο; Η ανακοίνωση του Νικολά Σαρκοζί στα τέλη του Ιανουαρίου για ένα έκτακτο πακέτο στήριξης της τάξεως των 600 εκατ. ευρώ, τα οποία θα καταβληθούν σε διάστημα τριών ετών, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις.

Αν οι εκδότες χαιρέτισαν σύσσωμοι τη δέσμευση του κράτους, οι σχολιαστές, τόσο δεξιοί όσο και αριστεροί, βρήκαν ύποπτη αυτή τη γενναιοδωρία. Ορισμένοι, όπως το Ινστιτούτο Μοντέν, οι οποίοι θα εύχονταν να σταματήσει το κράτος να παρέχει πακέτα στήριξης στο Τύπο και να ευνοήσει τη δημιουργία μεγάλων ομάδων διάφορων μέσων ενημέρωσης, ήταν επιφυλακτικοί στο όνομα του φιλελευθερισμού. Άλλοι, όπως οι εμπνευστές της Έκκλησης των Έξι («Μedia-Ρart», «Le Νouvel Οbservateur»), αποκήρυξαν τη «διαπλοκή μεταξύ της πολιτικής εξουσίας ,των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του επιχειρηματικού κόσμου» στο όνομα της ανεξαρτησίας.

Από μέρους του, ο κοινωνιολόγος των μέσων μαζικής ενημέρωσης Ζαν-Μαρί Σαρόν δεν ανησυχεί υπερβολικά για τις επιχορηγήσεις που παρέχει το κράτος. Σημειώνει ότι ακόμη και στη Μ. Βρετανία ο Τύπος δέχεται βοήθεια. Στη Γαλλία επωφελείται από τον μηδενικό ΦΠΑ. Για τον κ. Σαρόν, «μεταξύ των μέτρων που ανακοινώθηκαν από τον πρόεδρο, το πιο αμφισβητήσιμο είναι εκείνο που συνίσταται στον επαναπροσανατολισμό των κονδυλίων θεσμικής επικοινωνίας του κράτους, υπό μορφή διαφημιστικών καταχωρήσεων, προς τον γραπτό Τύπο. Αυτό το μέτρο θα μπορούσε πράγματι να δημιουργήσει ανησυχίες σχετικά με την ανεξαρτησία του Τύπου».

Σήμερα τα κρατικά πακέτα στήριξης για τον Τύπο εκτιμώνται από τη γαλλική προεδρία σε 1,4 δισ. ευρώ τον χρόνο. Οι επιχορηγήσεις τις οποίες υποσχέθηκε ο γάλλος πρόεδρος θα είναι επιπρόσθετες. Στόχο έχουν να στηρίξουν τον εκσυγχρονισμό της εκτύπωσης και της διανομής, αλλά και τη στροφή προς την ψηφιακή μορφή του Τύπου. Ορισμένοι αναρωτήθηκαν μήπως αυτό το κρατικό μάννα προς τα έντυπα δεν είναι παρά «ένας κατακλυσμός χρημάτων που θα πέσει επάνω στην ευσυνειδησία των δημοσιογράφων» και μήπως θα ήταν καλύτερο να βοηθηθούν τα νέα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι κρατικές επιχορηγήσεις μπορούν να δικαιολογηθούν αν θεωρήσουμε ότι ο γραπτός Τύπος, παρ΄ ότι δεν συνδέεται με το κράτος, αντιπροσωπεύει μια μορφή υπηρεσίας δημόσιου συμφέροντος. «Το γαλλικό σύστημα οικονομικής ενίσχυσης στηρίζεται στην αρχή σύμφωνα με την οποίαστο πλαίσιο της δημοκρατίας οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε τον πλουραλισμό» επιμένει ο κ. Σαρόν. Για να επιβιώσει ο ποιοτικός Τύπος, μήπως θα έπρεπε να φθάσουμε στο σημείο να εθνικοποιήσουμε ορισμένες εφημερίδες; Αλλωστε υπάρχει και δημόσια υπηρεσία ραδιοτηλεοπτικών μέσων. « Η ύπαρξη ελάχιστων συχνοτήτων είναι που αρχικώς δικαιολόγησε τον χαρακτηρισμό τους ως κρατικά μέσα ενημέρωσης » θυμίζει ο κ. Σαρόν.

Δεν βρισκόμαστε ακόμη σε αυτό το στάδιο, αλλά οι Αμερικανοί σκέφτονται σοβαρά τη μετάβαση προς μια «μη κερδοσκοπική» δημοσιογραφία. Εφόσον τα έντυπα χάσουν τους αναγνώστες τους και η ψηφιακή μορφή τους δεν έχει βρει ακόμη το οικονομικό της μοντέλο, πέραν του Ατλαντικού αναπτύσσεται η ιδέα χρηματοδότησης του Τύπου από οργανισμούς και γενναιόδωρους μαικήνες, εκτός της οικονομίας της αγοράς. Διαφορετικά, οι μεγάλες εφημερίδες κινδυνεύουν να μπουν σε έναν φαύλο κύκλο όπου θα μειώνουν το κόστος, θα χρηματοδοτούν κοινωνικά σχέδια για να αντιμετωπίσουν την πτώση των πωλήσεων και θα υιοθετούνται μέτρα που θα προκαλούν πτώση της ποιότητας, η οποία θα διώχνει τους αναγνώστες.

Ο κ. Σερέρ παρατηρεί ότι ο Τύπος ποτέ δεν κέρδισε χρήματα αποκλειστικά με την υπηρεσία παροχής πληροφοριών. Είναι πάντοτε τα «συνοδευτικά», όπως η διαφήμιση, η δημοσίευση μικρών αγγελιών ή ακόμη και η πώληση επιπρόσθετων προϊόντων, όπως βιβλία ή DVD, που έφεραν τα απαραίτητα μετρητά ώστε να συνεχίσουν να «επιπλέουν» οι εφημερίδες. Προσφάτως η εφημερίδα «Le Figaro» ενίσχυσε τη θέση της στον τομέα των μικρών αγγελιών στο Διαδίκτυο, εξαγοράζοντας τον όμιλο Αden-classifieds.

Άλλοι εναποθέτουν πολλές από τις ελπίδες τους στη μικροπληρωμή, όπως συμβαίνει με τις υπηρεσίες που προτείνει το i-Ρhone της Αpple. Ενα κλικ αρκεί για να χρεωθεί η πιστωτική κάρτα του χρήστη του Διαδικτύου με μερικά λεπτά του ευρώ, χρέωση ανώδυνη για το πορτοφόλι. Ένα είναι σίγουρο: εν μέσω των ανακατατάξεων που δημιουργούν τριγμούς στα έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης, επείγει να βρεθεί ένα νέο οικονομικό μοντέλο.

Σημ.: άρθρο από τον ιστότοπο της Δημοσιογραφικής Ενότητας.